- μεγαλοπρεπέως
- μεγαλοπρεπέως (Α)επίρρ. βλ. μεγαλοπρεπής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεγαλοπρεπέως — μεγαλοπρεπής befitting a great man adverbial (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοπρεπής — ές και μεγαλόπρεπος, η, ο (ΑM μεγαλοπρεπής·, ές) 1. (για πρόσ. και για πράγματα) αυτός που έχει μεγαλειώδη εμφάνιση, λαμπρός, επιβλητικός (α. «μεγαλοπρεπής τελετή» β. «μεγαλοπρεπής, εὔχαρις, φίλος τ ἀληθείας», Πλάτ.) 2. (για ύφος) υψηλός 3. το… … Dictionary of Greek